Ο νέος παίκτης του Αρη, που μετράει δύο γκολ με την κιτρινόμαυρη φανέλα σε ισάριθμες εμφανίσεις, κάποια χρόνια πριν συγκαταλεγόταν στα μεγάλα ταλέντα του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Ο πατήρ Αγάνθο, «άρρωστος» με τη Ρεάλ, έγραψε τον μικρό Νταβίδ (το «μικρόβιο» της Ρεάλ το έχει αναλλοίωτο και ο ίδιος) στις ακαδημίες της «Βασίλισσας» από τότε που άρχισε να κλοτσάει το τόπι και τον είδε να διαπρέπει σε όλα τα τμήματα, φτάνοντας να γίνει διεθνής παράλληλα και με όλες τις εθνικές της Ισπανίας, από την U-16 έως την U-21. Το 1999 κατέκτησε μάλιστα το Παγκόσμιο Κύπελλο κάτω των 20 ετών στη Νιγηρία, έχοντας συμπαίκτη μεταξύ άλλων τον Τσάβι αλλά και τον Κασίγιας, με τον οποίο οι δρόμοι τους ήταν κοινοί για καμιά δεκαριά χρόνια και τους συνδέουν πολλά. «Με τον Ικερ γνωριζόμαστε από 11 ετών και από εκεί και πέρα είχαμε βίους παράλληλους, τόσο στη Ρεάλ όσο και στην εθνική. Αυτός βέβαια συνέχισε και έφτασε εδώ που έχει φτάσει, αλλά παραμένουμε πολύ στενοί φίλοι».
Οι προβλέψεις των ειδικών έκαναν λόγο για μεγάλη καριέρα, αφού ήδη είχε κάνει το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα της Ρεάλ στις 20 Φεβρουαρίου 2000 κόντρα στη Βαλένθια στο «Μεστάγια». Την ίδια σεζόν αγωνίστηκε και στο Τσάμπιονς Λιγκ κόντρα στη Ρόζενμποργκ, εξ ου και το μετάλλιο που έχει από εκείνη τη σεζόν για την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ.
Το επόμενο βήμα ήταν η κλήση στην εθνική Ανδρών από τον Καμάτσο. Φευ. Ο εφιάλτης των ποδοσφαιριστών, η ρήξη πρόσθιου χιαστού, παραμόνευε.
Ο ίδιος τα θυμάται και παραδέχεται, ότι «ίσως να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καριέρα μου και τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, κυρίως λόγω συγκυρίας. Μόλις με είχε καλέσει ο Καμάτσο στην εθνική και ήμουν δεύτερος επιθετικός πίσω από τον Μοριέντες. Τότε τραυματίστηκα, έμεινα έξω πολύ καιρό και προωθήθηκαν οι τότε συμπαίκτες μου στην Ελπίδων, Βίγια, Τόρες. Ηταν, όμως, θέλημα Θεού. Είμαι ικανοποιημένος με όσα πέτυχα».
Μετά τον τραυματισμό του η Ρεάλ τον στέλνει δανεικό σε Εσπανιόλ, Βαγιαδολίδ και Λεβάντε. Στην τελευταία συνάντησε τον άνθρωπο που τον σημάδεψε προπονητικά, όπως λέει με συγκίνηση για τον πρόσφατα αποθανόντα Μανόλο Πρεθιάδο. Αυτός ήταν που τον πίστεψε και εισηγήθηκε το καλοκαίρι του 2004 στη Ράσινγκ να τον αποκτήσει καταβάλλοντας 600.000 στη Ρεάλ.
«Αν ήταν να ξεχωρίσω κάποιο προπονητή, αυτός σίγουρα είναι ο Μανόλο Πρεθιάδο. Με πήρε στη Λεβάντε, ανεβήκαμε στην Πριμέρα και με πήρε και στη Σανταντέρ. Ηταν κάτι σαν δεύτερος πατέρας μου και στενοχωριέμαι πολύ που έφυγε τόσο νέος από τη ζωή».
Αν ο Πρεθιάδο ήταν ο μέντοράς του, η Ράγιο Βαγεκάνο είναι η δεύτερη ποδοσφαιρική του αγάπη μετά τη Ρεάλ. Δεν είναι τυχαίο που έμεινε στο Βαγέκας τρεις σεζόν, που τις θεωρεί τις καλύτερες και πιο παραγωγικές. Είχε φτάσει σε μια ώριμη ποδοσφαιρική ηλικία και προερχόταν από μία καλή σεζόν με την Αλαβές βοηθώντας τη να αποφύγει τον υποβιβασμό με τα δέκα γκολ που πέτυχε. «Eχω κάνει καλές και κακές χρονιές. Τα χρόνια μου, όμως, στη Ράγιο ήταν τα καλύτερα, γιατί θεωρώ ότι η πενταετία από τα 27 έως τα 32 είναι η καλύτερη για έναν ποδοσφαιριστή. Είσαι ώριμος, πιο έμπειρος και στην καλύτερη σωματική κατάσταση».Ηρθε και... εκτελεί ο Αγκάνθο
Η ιστορία του 31χρονου Ισπανού που αποκτήθηκε για να λύσει το πρόβλημα του γκολ. Η Ρεάλ, ο Κασίγιας και ο σοβαρός τραυματισμός.
Η περίπτωση του Νταβίδ Αγκάνθο είναι η πολλοστή επιβεβαίωση του πώς ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο σε τρυφερή ηλικία, όταν το αίμα βράζει και είσαι έτοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο, μπορεί να καθορίσει μία καριέρα.
Ο νέος παίκτης του Αρη, που μετράει δύο γκολ με την κιτρινόμαυρη φανέλα σε ισάριθμες εμφανίσεις, κάποια χρόνια πριν συγκαταλεγόταν στα μεγάλα ταλέντα του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Ο πατήρ Αγκάνθο, «άρρωστος» με τη Ρεάλ, έγραψε τον μικρό Νταβίδ (το «μικρόβιο» της Ρεάλ το έχει αναλλοίωτο και ο ίδιος) στις ακαδημίες της «Βασίλισσας» από τότε που άρχισε να κλοτσάει το τόπι και τον είδε να διαπρέπει σε όλα τα τμήματα, φτάνοντας να γίνει διεθνής παράλληλα και με όλες τις εθνικές της Ισπανίας, από την U-16 έως την U-21. Το 1999 κατέκτησε μάλιστα το Παγκόσμιο Κύπελλο κάτω των 20 ετών στη Νιγηρία, έχοντας συμπαίκτη μεταξύ άλλων τον Τσάβι αλλά και τον Κασίγιας, με τον οποίο οι δρόμοι τους ήταν κοινοί για καμιά δεκαριά χρόνια και τους συνδέουν πολλά. «Με τον Ικερ γνωριζόμαστε από 11 ετών και από εκεί και πέρα είχαμε βίους παράλληλους, τόσο στη Ρεάλ όσο και στην εθνική. Αυτός βέβαια συνέχισε και έφτασε εδώ που έχει φτάσει, αλλά παραμένουμε πολύ στενοί φίλοι».
Οι προβλέψεις των ειδικών έκαναν λόγο για μεγάλη καριέρα, αφού ήδη είχε κάνει το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα της Ρεάλ στις 20 Φεβρουαρίου 2000 κόντρα στη Βαλένθια στο «Μεστάγια». Την ίδια σεζόν αγωνίστηκε και στο Τσάμπιονς Λιγκ κόντρα στη Ρόζενμποργκ, εξ ου και το μετάλλιο που έχει από εκείνη τη σεζόν για την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ.
Το επόμενο βήμα ήταν η κλήση στην εθνική Ανδρών από τον Καμάτσο. Φευ. Ο εφιάλτης των ποδοσφαιριστών, η ρήξη πρόσθιου χιαστού, παραμόνευε.
Ο ίδιος τα θυμάται και παραδέχεται, ότι «ίσως να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καριέρα μου και τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, κυρίως λόγω συγκυρίας. Μόλις με είχε καλέσει ο Καμάτσο στην εθνική και ήμουν δεύτερος επιθετικός πίσω από τον Μοριέντες. Τότε τραυματίστηκα, έμεινα έξω πολύ καιρό και προωθήθηκαν οι τότε συμπαίκτες μου στην Ελπίδων, Βίγια, Τόρες. Ηταν, όμως, θέλημα Θεού. Είμαι ικανοποιημένος με όσα πέτυχα».
Μετά τον τραυματισμό του η Ρεάλ τον στέλνει δανεικό σε Εσπανιόλ, Βαγιαδολίδ και Λεβάντε. Στην τελευταία συνάντησε τον άνθρωπο που τον σημάδεψε προπονητικά, όπως λέει με συγκίνηση για τον πρόσφατα αποθανόντα Μανόλο Πρεθιάδο. Αυτός ήταν που τον πίστεψε και εισηγήθηκε το καλοκαίρι του 2004 στη Ράσινγκ να τον αποκτήσει καταβάλλοντας 600.000 στη Ρεάλ.
«Αν ήταν να ξεχωρίσω κάποιο προπονητή, αυτός σίγουρα είναι ο Μανόλο Πρεθιάδο. Με πήρε στη Λεβάντε, ανεβήκαμε στην Πριμέρα και με πήρε και στη Σανταντέρ. Ηταν κάτι σαν δεύτερος πατέρας μου και στενοχωριέμαι πολύ που έφυγε τόσο νέος από τη ζωή».
Αν ο Πρεθιάδο ήταν ο μέντοράς του, η Ράγιο Βαγεκάνο είναι η δεύτερη ποδοσφαιρική του αγάπη μετά τη Ρεάλ. Δεν είναι τυχαίο που έμεινε στο Βαγέκας τρεις σεζόν, που τις θεωρεί τις καλύτερες και πιο παραγωγικές. Είχε φτάσει σε μια ώριμη ποδοσφαιρική ηλικία και προερχόταν από μία καλή σεζόν με την Αλαβές βοηθώντας τη να αποφύγει τον υποβιβασμό με τα δέκα γκολ που πέτυχε. «Eχω κάνει καλές και κακές χρονιές. Τα χρόνια μου, όμως, στη Ράγιο ήταν τα καλύτερα, γιατί θεωρώ ότι η πενταετία από τα 27 έως τα 32 είναι η καλύτερη για έναν ποδοσφαιριστή. Είσαι ώριμος, πιο έμπειρος και στην καλύτερη σωματική κατάσταση».
sday.gr
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου